Καρβουνιασμένος θρήνος

Μαύρα φώτα

Νεκροί δρόμοι

Μυρίζουν καμένα φεγγάρια

Αποστεωμένη η ψυχή

πέφτει σε κομμάτια σιωπής

Πενθεί η βροχή·

Μήνυμα στυφό,

Μιλάς σε κουτό ουρανό,

Φλογισμένα χέρια· Γλύφουν

τα κόκαλα της νύχτας

Μαρία Μπουρμά, Κέλλυ Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνα Μπελεζάκη

πηγή φωτογραφίας: 30th January 1903: A rainy day on London’s streets. (F J Mortimer/Getty Images)

Ο μύθος της ευτυχίας

Μόλις τρία βήματα πρόφτασαν να αποτυπώσουν στο γαλάζιο φόντο τ’ ουράνιου θόλου οι πυρακτωμένες ακτίνες του ηλίου και σμήνη σύννεφων κατέκλυσαν την ομήγυρη. Το γκριζωπό των χρώμα προμήνυαν τις απρόβλεπτες διακυμάνσεις της άνοιξης. Οι πρώτες ψιχάλες της βροχής δεν θα αργούσαν να δροσίσουν το πρόσωπο των Αθηνών, με την Ουρανία να κρούει επίμονα τη θύρα. Η κυρά Βασιλική έσπευσε να ανοίξει και με ταχύτητα φωτός έκανε μεταβολή και βρέθηκε μεμιάς στο πλυσταριό όπως μαζέψει όπως όπως τη μπουγάδα. Δεν είχαν παρέλθει παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας από τη στιγμή κατά την οποία λευκά σεντόνια κρεμάστηκαν διάπλατα στο διάβα του θερμού αέρα. Με την ανάσα κοφτή και τον ιδρώτα να πλημμυρίζει το μέτωπό της κατέβηκε στην κουζίνα στην οποία είχε ήδη λάβει αναπαυτικά τη θέση της η Ουρανία.
«Αναθεματισμένος Μάης. Έφεξε ο Θεός τη μέρα ηλιόλουστη, πότε μαζευτήκανε τα σύννεφα;»
«Και μετά σου λένε για τον γδάρτη Μάρτη. Τουλάχιστον πρόκανες να τα μαζέψεις;»
«Ευτυχώς. Θα τ’ απλώσω στην αποθήκη. Έβανε ο Στέφανος ένα τσίγκινο σύρμα απ’ τη μία άκρη ως την άλλη. Είναι κλειστός χώρος και κρατάει την υγρασία, αλλά τη δουλειά του την κάνει»
«Έφυγε ο Στέφανος;»
«Όχι, όχι· τώρα δα θε να ξυπνήσει. Τον τρέχει ο κυρ Θόδωρας από δουλειά σε δουλειά και επιστρέφει κατάκοπος το βράδυ. Στέφανε; Στέφανε;»
Οι φωνές της κυρά Βασιλικής διαπέρασαν κάθε σπιθαμή γης και κατέληξαν με κρότο στα στο κοιμώμενο πρόσωπο του Στέφανου. Εκείνος είχε από ώρα ξυπνήσει. Ωστόσο, οι στάλες της βροχής που κάθε λεπτό της ώρας γιγαντώνονταν και ο γλυκός θόρυβος που κροτάλιζε το παραθύρι του δωματίου τον έστρεφε σε βαθύ συλλογισμό. Δεδομένου των σημερινών υποχρεώσεων που όφειλε να φέρει εις πέρας για τον κυρ Θόδωρα, του προκαλούσε ανησυχία και μία υπόκωφη άρνηση. Οι φωνές της κυρά Βασιλικής επαναλήφθηκαν κι αυτή τη φορά ο Στέφανος το πήρε απόφαση. Απεγκλώβισε απ’ τα έγκατα των πνευμόνων του ένα βαθύ αναστεναγμό και με βαριά καρδιά άρχισε να ετοιμάζεται επιμελώς. Στο διπλανό δωμάτιο η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά.
«Λέγεται ότι ο Βασιλεύς θα ζητήσει την παραίτηση της κυβερνήσεως. Η οικονομία βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη»
«Και πώς τα γνωρίζεις όλα τούτα βρε Ουρανία;»
«Ο Μανόλης, καλέ, όλη μέρα με δαύτα ασχολείται. Διαβάζει και εφημερίδες και μετά τραβά για τον καφενέ. Όταν με το καλό επιστρέφει σπίτι συνοψίζει όλα όσα άκουσε και διάβασε. Παίρνει το σοβαρό ύφος του και ώσπου να στρώσω το τραπέζι δεν βάνει γλώσσα μέσα του»
«Κάτι είναι κι αυτό Ουρανία μου. Εγώ μέσα στη σιωπή τόσα χρόνια. Ευτυχώς ακούω ένα λόγο απ’ τον Στέφανο αλλά τούτο δω το κακόμοιρο ολημερίς ξεποδαριάζεται γυρνώντας ολάκερη Αθήνα. Σαν έρχεται το βράδυ βάνει μια μπουκιά στο στόμα του και ξαπλώνει»
«Την Παναγιώτα του κυρ Στρατή, την βλέπει;»
«Είναι η μόνη έγνοια και χαρά μου. Μπας και δω κι εγώ κάνα εγγόνι να ‘ρθει να ομορφύνει τη ζωή μας»
«Βλέπονται τα σαββατοκύριακα, λένε οι γλώσσες»
«Οι γλώσσες να κοιτάνε τη δουλειά τους. Δερβέναγα δεν είχαμε και δερβέναγα βάναμε στην κεφαλή μας;»
«Μην συγχίζεσαι Βασιλική μου. Κάνε ένα καφεδάκι να πιούμε»
«Έχουμε, τουλάχιστον, κάνα ευχάριστο νέο;»
«Η Μαριγώ του Φάρσαρη είναι έγκυος»
«Έγκυος; Από ποιόν; Αχ, πως ξεπετάχτηκε τούτο το δαιμόνιο. Τόση δα ήταν» και δείχνει με τα χέρια της «που έμπαινε στην αυλή και έκοβε τα πορτοκάλια»
«Ουδείς γνωρίζει ποιος την γκάστρωσε. Όπου να ‘ναι θα το μάθουμε. Λένε ότι ο γαμπρός δεν είναι απ’ τα μέρη μας. Είναι ξένος»
«Αμάν ζημιά που τα ‘παθε ο Φάρσαρης. Εμ κι εκείνος τη μύτη ίσαμε κει πάνω την είχε. Κοκορεύονταν για το γιο αλλά η θυγατέρα θα του χαλάσει τη δόξα. Την ατιμάσανε φαίνεται στο πανηγύρι της Αγίας Αικατερίνης»
«Έτσι όπως κουνιόταν κι αυτή, ήταν θέμα χρόνου να συμβεί»
«Πω πω πω, κακό που τους βρήκε»
Ο Στέφανος με αργό και βαριεστημένο βήμα εισήλθε στην κουζίνα.
«Καλώς το λεβέντη μου» αναφώνησε η κυρά Βασιλική και αμέσως σηκώθηκε απ’ τη θέση της για να καθίσει εκείνος.
«Σε τρία λεπτά το καφεδάκι είναι έτοιμο. Θα σου βάλω κι ένα παξιμάδι να το συνοδέψεις»
«Καλημέρα, κυρά Ουρανία»
«Καλημέρα, παιδί μου»
«Τί άκουσε το αυτί μου για τον Βασιλιά;»
«Θα γένουν αλλαγές μεγάλες. Η οικονομία δεν πορεύεται καλώς»
Ο Στέφανος αρπάζει το παξιμάδι που του σέρβιρε η κυρά Βασιλική και το δαγκώνει με μανία.
«Γιατί σεκλετίζεσαι γιόκα μου;» έκανε εκείνη όση ώρα επέβλεπε τις φουσκάλες που μεγεθύνονταν στο μπρίκι.
«Γιατί αφορμές ψάχνει κάθε τόσο ο κυρ Θόδωρας να μειώσει το μηνιάτικο. Μια το πετρέλαιο, μια οι φόροι, μια το να μια τ’ άλλο, όλο κι όλο παίρνω εικοσιτέσσερις δραχμές. Ακόμη και για μία δραχμή είναι ικανός να ψάξει αρκετά μέχρι να την κόψει και από πάνω να ξεφωνίζει για τα χάλια της χώρας και το βάρος που σηκώνουν οι έντιμοι πολίτες της. Μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει και να σκεπάσει τις τύψεις του»
«Είναι καλός άνθρωπος και δίκαιος, ο κυρ Θόδωρος» έσπευσε να κατευνάσει την φυτοζωούσα οργή του Στέφανου η κυρά Βασιλική.
«Δίκαιος; Με εικοσιτέσσερις δραχμές το μήνα ποιόν να πρωτοπληρώσουμε μάνα; Τον μπακάλη; Τον μανάβη; Τους λογαριασμούς που δεν έχουν σταματημό; Ευτυχώς, μάνα, προσθέτεις άλλες έξι επτά δραχμές απ’ τα πλυσίματα και τα βγάζουμε πέρα»
«Τώρα που ανέφερες τον μπακάλη. Θε να περάσω από τον απ’ του κυρ Πέτρου να πάρω πράματα για το ψυχοσάββατο. Θα χρειαστεί να ετοιμάσω κόλλυβα να τα προσφέρω στην εκκλησία»
Ο Στέφανος ενστικτωδώς φτύνει τον κόρφο του κάνοντας το σταυρό του ενώ η Ουρανία καταπίνει γρήγορα γρήγορα τον καφέ.
«Εσύ Ουρανία μου, θα ετοιμάσεις κόλλυβα;»
«Μπα σε καλό σου Βασιλική μου, μ’ έσκιαξες πρωί πρωί. Κουνήσου απ’ τη θέση σου. Εγώ για άλλο λόγο ήρθα να σε επισκεφτώ»
«Για τί πράμα λες;»
«Να ράψεις φόρεμα της Στέλλας, της κυρά Γιώργινας»
«Φόρεμα; Τί φόρεμα;»
«Για τη χοροεσπερίδα του δήμου»
Η κυρά Βασιλική έσκυψε την κεφαλή και σήκωσε νωχελικά το φλιτζάνι του καφέ. Η μυρωδιά έσπασε τα τοιχώματα της όσφρησης και κατέλαβε κάθε χώρο στα εγκεφαλικά κύτταρα. Έπειτα, άφησε το φλιτζάνι στην αρχική του θέση και απευθύνθηκε στην Ουρανία.
«Δεν ράβω πια»
«Τί σ’ έπιασε, μάνα;» ανταπάντησε ο Στέφανος και συνέχισε «Είσαι χρυσοχέρα. Καμιά δεν φτουρά την αφεντιά σου»
«Ναι, ναι Βασιλική μου! Καλά τα λέει ο Στέφανος. Και πληρώνει όσο όσο για τη θυγατέρα της»
Η κυρά Βασιλική έστρεψε το βλέμμα της μια στον Στέφανο και μια στην Ουρανία. Μετά από ώρα, κατά την οποία η σκέψη της περιδιάβαινε το μακρινό παρελθόν, είπε θαρρετά «Ας είναι. Πες της να περάσει το απόγευμα να της πάρω μέτρα»
Τα μάτια της έλαμψαν από χαρά και ικανοποίηση. Κρυφοί πόθοι και μνήμες ενός ενδόξου παρελθόντος αναβίωσαν στη σκέψη της, τότε που το όνομά της ήτο συνώνυμο της ράφτρας πρώτης διαλογής στα σαλόνια των Αθηνών. Η απώλεια, ωστόσο, του συζύγου της και τα συσσωρευμένα χρέη που άφησε ο μακαρίτης, σαν πολεμικά μέτωπα μάτωσαν τα όνειρα και οδήγησαν στην κατάρρευση των υποστυλωμάτων, στα οποία μέχρι πρότινος κραδαίνονταν η τιμή της οικογενείας.
«Η βροχή δε λέει να κοπάσει» διέκοψε τη σιγή που επιβλήθηκε μονομιάς ο Στέφανος.
«Ομπρέλα να πάρεις! Την περασμένη φορά μου έκανες τον καμπόσο κι έγινες μούσκεμα» ύψωσε τον τόνο της φωνής της η κυρά Βασιλική και σηκώθηκε απ’ τη θέση της όπως ξεπροβοδίσει τον γιο της.
«Να πηγαίνω κι εγώ» έκανε η Ουρανία και αφού χτένισε τα μαλλιά της στον καθρέφτη του διαδρόμου, χάθηκε από προσώπου γης.
Ο Στέφανος φόρεσε το καπέλο του και με την ομπρέλα ανά χείρας εξήλθε της οικίας. Πράγματι, η βροχή εκτόνωνε τη μανία της στους έρημους δρόμους των Αθηνών. Σημεία τα σημεία μετατρέπονταν σε λίμνες με τα λασπόνερα να αντανακλώνται στην αλήθεια του αστικού τοπίου. Αργοπορημένος εισήλθες στην πολυκατοικία στην οποία διατηρούσε δικηγορικό γραφείο ο Θόδωρος Καραγιώργης. Αποτελούσε την τρίτη γενιά δικηγόρων με παράδοση και ιστορία στους κύκλους του νομικού κόσμου. Σε αυτό το πολυτελές γραφείο του τρίτου ορόφου ο Στέφανος εργάζονταν σε εξωτερικές υποθέσεις του κυρίου Καραγιώργη. Από την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας έως την προμήθεια τροφίμων στην οικία του τελευταίου και από την πληρωμή λογαριασμών έως πάσης φύσεως εξυπηρετήσεις, ο Στέφανος ήτο το δεξί του χέρι.
Πέρασε στο γραφείο της γραμματέως. Η δεσποινίς Ολυμπία υποδέχτηκε το νεαρό με πλατύ χαμόγελο.
«Μας τα μούσκεψε ο καιρός σήμερα, Στέφανε» έκανε εκείνη κι άφησε ένα στίγμα χαμόγελου ανάμεσα στα χείλη.
«Αυτή τη φορά, πήρα μαζί μου ομπρέλα. Μονάχα στους ώμους βράχηκα αλλά τουλάχιστον διέσωσα το υπόλοιπο σώμα» είπε και χαμογέλασε.
Στο χαμόγελό του ανταποκρίθηκε η δεσποινίς Ολυμπία κοκκινίζοντας τα μάγουλα του προσώπου της.
«Έχει έρθει ο κυρ Θόδωρας;»
«Μέσα είναι από ώρα. Σε ζήτησε πριν λίγο»
«Χμμ…» έκανε ο Στέφανος και αφότου περιποιήθηκε το γιακά του, σκούπισε εκ νέου τους ώμους του μη τυχόν ξέμεινε καμιά σταγόνα βροχής και χτύπησε την πόρτα του γραφείου. Μία βραχνή φωνή ακούστηκε απ’ το βάθος αυτού. Ο Στέφανος, δεν ανέμενε ανταπόκριση. Έβγαλε το καπέλο του και με πλατύ χαμόγελο εισήλθε στο χώρο. Ο Θόδωρος Καραγιώργης ήτο σκυμμένος πάνω από τόμους νομικής σκέψης, ανοιγμένους τον ένα δίπλα στον άλλο, με το σιγαρέτο στο δεξί του χέρι να καπνίζει ένα λευκό σεντόνι πάνω απ’ τα γκρίζα του μαλλιά.
«Καλημέρα, κύριε Θόδωρα!» έκανε ο Στέφανος και με το αίνιγμα καρφιτσωμένο στις άκρες των δακτύλων του πίεζε ασφυκτικά το καπέλο, σχηματίζοντας κυλινδρικές φόρμες στη ραφή του.
«Ήρθες; Έπρεπε να ‘σαι δω πριν από μία ώρα» απάντησε με τόνο επίπληξης.
«Η βροχή, κύριε Θόδωρα. Η βροχή ήτο τόσο δυνατή που σταμάτησα στην άκρη του δρόμου μέχρι να ξαποστάσει. Δίχως τον ηλεκτρικό, όσο γρήγορα κι αν βαδίζω είναι αδύνατο να διασχίσω ολάκερη Αθήνα στην ώρα μου» υπογράμμισε με διάθεση δικαιολόγησης.
«Αααα, ναι, ο ηλεκτρικός. Τα ‘μαθα. Από χθες βγήκε εκτός λειτουργίας. Λησμόνησα να σε ενημερώσω καθώς έφευγες χθες. Όπως και να ‘χει, οι υποχρεώσεις είναι εδώ και σε αναμένουν. Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα του μηνός. Ημέρα πληρωμών. Μην το ξεχνάς Στέφανε»
Ο τελευταίος αδημονούσε να μεταφέρει τα λόγια του στο επίμαχο θέμα. Κάθε τελευταία εργάσιμη μέρα του μήνα, πέραν του μισθού των εικοσιτεσσάρων δραχμών, τα οποία παραλάμβανε με δόξα και τιμή, ήτο η μέρα κατά την οποία ζητούσε δάνειο από τον κύριο Καραγιώργη, με το οποίο συνόδευε την Παναγιώτα στον κινηματογράφο κι έπειτα ακολουθούσε περίπατος στον Λυκαβηττό.
«Λοιπόν, έχουμε χάσει αρκετή ώρα με την αργοπορία σου. Ας μην σπαταλάμε άλλο χρόνο. Εδώ σου έχω όλους τους λογαριασμούς που πρέπει να πληρωθούν. Μόλις τελειώσεις με δαύτους θα περάσεις από τον κύριο Παπαγιάννη. Θα έχει έτοιμη την παραγγελία για τη σύζυγό μου. Να την παραδόσεις, παρακαλώ, κατ’ οίκον. Τέλος, να περάσεις από το Χρηματιστήριο. Στον πέμπτο όροφο θα ζητήσεις το γραφείο του κυρίου Πέτρου Αγαπητού. Έχω ήδη συνεννοηθεί μαζί του. Θα αγοράσω μετοχές ύψους πενήντα χιλιάδων δραχμών. Τα έγγραφα που θα σου δώσει θα μου τα προσκομίσεις πάραυτα. Εάν δεν με βρεις στο γραφείο θα τα τοποθετήσεις στο πρώτο συρτάρι κι έπειτα θα το κλειδώσεις. Να εδώ σου έχω το κλειδί» είπε και από την τσέπη του παντελονιού του αποκάλυψε το κλειδί, το οποίο και παρέδωσε στον Στέφανο.
«Έγινα κατανοητός;» ρώτησε επιτακτικά.
Ο Στέφανος είχε μείνει άναυδος. Το ποσό το οποίο εκτοξεύθηκε απ’ τα χείλη του κυρ Θόδωρα ισοπέδωσε τη ν ικμάδα συνειδήσεως που του είχε απομείνει. Προσμέτρησε τα μηδενικά, δραχμή τη δραχμή, έως ότου φτάσει στο μέγεθος του ποσού που ξεφύτρωσε σα λόγια του. Αγκομαχώντας σταμάτησε το μέτρημα στη μέση της διαδρομής. Εύλογα προχώρησε στη σύγκριση του πενιχρού του μισθού. Ενός μισθού, για τον οποίο δεν επαρκούσαν ούτε όλες οι φυλές του Ισραήλ προκειμένου να αγγίξει τα μηδενικά που δέσποζαν στο τραπέζι.
Τη σκέψη του διέκοψε ο κύριος Καραγιώργης.
«Εδώ σου έχω το φάκελο με όλα τα έγγραφα που χρειάζεται ο κύριος Αγαπητός. Περιέχει και μία δέσμη με τις πενήντα χιλιάδες δραχμές. Τώρα, πέρνα από τη γραμματέα όπως σου δώσει τη λίστα με τους λογαριασμούς της ημέρας και τα χρήματα για την πληρωμή τους. Α! Και να μη ξεχάσω» έκανε κι απ’ την τσέπη του έβγαλε δεκαεννέα δραχμές. «Ορίστε» και με ευθύβολη κίνηση έτεινε το χέρι του.
Ο Στέφανος, ζαλισμένος ακόμη απ’ τα μηδενικά τα οποία περιστρέφονταν ειρωνικά στον εγκέφαλό του δίχως αιδώ, προσπάθησε να ισορροπήσει το λογικό του. Άπλωσε την παλάμη του χεριού του και σύντομα αισθάνθηκε δεκαεννιά δραχμές να χοροπηδάνε με χάρη.
«Σου κρατώ πέντε δραχμές από το δάνειο του περασμένου μηνός»
«Μα, ήταν μόλις δύο δραχμές» απάντησε με έκπληξη ο Στέφανος.
«Ναι, αλλά κάθε δάνειο υφίσταται τόκο, χρυσό μου παιδί» δήλωσε με στόμφο ο κύριος Καραγιώργης.
«Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δανείσετε άλλες πέντε δραχμές;»
«Πέντε δραχμές; Δεν είμαι τράπεζα να δανείζω τον ένα και τον άλλο, νεαρέ» είπε και έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο. Μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε. «Ας είναι. Όπως το πας, από μήνα σε μήνα θα καταλήξεις να δουλεύεις για να ξεπληρώνεις τους τόκους και μόνο»
Ο Στέφανος κράτησε το φάκελο θαρρετά στα χέρια του. Μόλις συνήλθε απ’ την καλπάζουσα φαντασία των μηδενικών, που αδημονούσε να δραπετεύσει απ’ το πνιγερό περιβάλλον του τρίτου ορόφου, πήρε τις εικοσιτέτσσερις δραχμές, έστω και τοκισμένες, και κίνησε να φύγει. Στο διάδρομο συναντήθηκε εκ νέου με τη δεσποινίδα Ολυμπία.
«Μα, εσείς έχετε χλομιάσει!» είπε εκείνη αναστατωμένη κι έσπευσε να του προσφέρει μία καρέκλα να καθίσει κι ένα ποτήρι δροσερό νερό.
Πράγματι, ο Στέφανος είχε απωλέσει τόνους αίματος. Λες και εξατμίζονταν φιάλες από δαύτο. Το νερό στα χείλη δρόσισε το ξεραμένο του στέρνο. Η πίεση στους καρδιακούς παλμούς άρχισε να καταλαγιάζει. Με δυο βαθιές ανάσες που φούσκωναν τους πνεύμονες με οξυγόνο, φάνηκε να επανέρχεται στην τάξη. Η δεσποινίς Ολυμπία, που μέχρι εκείνη την ώρα κοιτούσε απορημένη, του παρέδωσε όλο ανακούφιση τους λογαριασμούς του κυρίου Καραγιώργη.
«Μάλλον θα σας έπεσε η πίεση. Είχατε ασπρίσει σαν το πανί» είπε και επέστρεψε στο γραφείο της.
Ο Στέφανος, ήπιε μία ακόμη γουλιά απ’ το ποτήρι με το νερό και δίχως εξηγήσεις άρπαξε τα έγγραφα και με αλματώδεις κινήσεις εξήλθε της πολυκατοικίας. Η βροχή είχε κοπάσει. Ένα κρύο αεράκι που είχε ξεμείνει μόλις που περιδιάβαινε τα γύρω στενά, με την κεντρική αρτηρία να γεμίζει και πάλι από φωνές περαστικών και τον ήχο των διερχόμενων αυτοκινήτων. Οι ρυθμοί της καθημερινότητας στο κλεινόν άστυ αποκαθίσταντο σταδιακά. Ο Στέφανος τακτοποίησε τις υποχρεώσεις μία προς μία. Για τις επόμενες ώρες, οι δρόμοι της πρωτευούσης θα μετατρέπονταν σε πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στον ίδιο και τα πόδια του. Οι δείκτες του ρολογιού περιστρέφονταν περιμετρικά του εαυτού τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μαζί τους ο ήλιος, που κέρδισε επάξια την κορυφή στον ουράνιο θόλο, νοηματοδοτούσε την πορεία της ημέρας. Οι δουλειές ολοκληρώνονταν δίχως προβλήματα. Ο Στέφανος αδημονούσε όπως φτάσει η ώρα του Χρηματιστηρίου. Ένας κρυφός πόθος σιγόκαιγε μέσα του. Αφού παρέδωσε τα ψώνια στην υπηρέτρια της οικίας του κυρίου Καραγιώργη, έτρεξε στην οδό Δεληγιώργη, εκεί όπου δέσποζε μεγαλεπήβολο το κτίριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Οι διαστάσεις του έστεκαν υπεροπτικά ενώπιόν του. Οι κόρες των ματιών αδυνατούσαν να καλύψουν το μέγεθος των εργασιών που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του. Βαστώντας το φάκελο του κυρίου Καραγιώργη με τις πενήντα χιλιάδες δραχμές ανέβαινε τα σκαλοπάτια με προορισμό τον πέμπτο όροφο. Από διαφορετικά σημεία, εξέρχονταν και εισέρχονταν πλήθος κόσμου, φωνάζοντας και μετρώντας αριθμούς αναρτημένους σε έναν κεντρικό πίνακα που όλο μετάβαλε τα ψηφία του πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω. Ένας κύριος, με διακριτή την υπαλληλική του ιδιότητα, πλησίασε τον Στέφανο και προθυμοποιήθηκε όπως τον εξυπηρετήσει.
«Μάλιστα, μάλιστα. Το γραφείο του κυρίου Αγαπητού βρίσκεται στον πέμπτο όροφο. Δύνασθε όπως χρησιμοποιήσετε τόσο τον ανελκυστήρα όσο και την κατεύθυνση αυτή με τα πόδια» κι έδειξε με το δεξί του χέρι.
Ο Στέφανος ευχαρίστησε τον υπάλληλο και κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή του ανελκυστήρα. Τουλάχιστον δέκα άνδρες ανέμεναν τη χρήση του. Με την υπομονή του εξαντλημένη δεν σκέφτηκε λεπτό την αναμονή. Πηδούσε τα σκαλοπάτια ένα προς ένα έως ότου έφτασε στον πέμπτο όροφο. Ο ιδρώτας έλουσε το κορμί του. Στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Σε κάθε όροφο γίνονταν μάρτυρας μίας και μοναδικής λέξης, «αγοράστε!». Τα πόδια του βαριά σήκωσαν στους ώμους το σαρκίο του. Εμπλουτισμένο με μύριες σκέψεις και εκκωφαντικές εικόνες κατέφθασε στο πλατύσκαλο του πέμπτου ορόφου. Ένας μακρύς διάδρομος τον χώριζε απ’ το μοναδικό γραφείο που τέμνονταν κάθετα στο τέλος αυτού. Οι τοίχοι, εκατέρωθεν της διαδρομής, διακοσμημένοι με πορτραίτα προσωπικοτήτων του οικονομικού και πολιτικού κόσμου της χώρας και της ιστορίας αυτού, προκαλούσαν ενδόμυχα το φόβο. Οι άκρες των ματιών ήλεγχαν τους ανυποψίαστους επισκέπτες απ’ την κορφή ως τα νύχια. Οι ταχυπαλμίες, ωστόσο, αφοπλίστηκαν μόλις βρέθηκε ενώπιον της πόρτας του γραφείου. Ο ιδρώτας, που μέχρι εκείνη την ώρα έγλυφε το σώμα του, εξατμίστηκε και μία αίσθηση απόλυτης κυριαρχίας αφουγκράζονταν τις συναισθηματικές απολήξεις του Στεφάνου. Κυρίαρχος προς το σκοπό του χτύπησε την πόρτα με αυτοπεποίθηση. Έριξε μία τελευταία ματιά στο φάκελο και εισήλθε στο χώρο. Μία νεαρή γυναίκα έσπευσε να τον προϋπαντήσει.
«Παρακαλώ, καθίστε! Ο κύριος Αγαπητός, θα σας δεχτεί εντός ολίγων λεπτών»
Ο Στέφανος ένιωσε κρυφή χαρά. Τον υποδέχτηκαν με ευγένεια, γεγονός που τον καθιστούσε πρόσωπο περιωπής στην αψίδα της φαντασίας του. Κάθισε αναπαυτικά στον δερμάτινο καναπέ. Τόσο αναπαυτικά που ένιωσε το κορμί του να βουλιάζει σε αυτόν. Οι οφθαλμοί του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο. Η διακόσμηση προσέδιδε αριστοκρατικό κύρος και μία αίγλη του παρελθόντος ακροβατούσε ανάμεσα σε αρχαιοπρεπείς κολώνες και σύγχρονες βιβλιοθήκες, αποπνικτικά σφραγισμένες με έγγραφα και φακέλους κάθε λογής. Το κάδρο που είχε τοποθετηθεί πάνω από το γραφείο της δεσποινίδος απεικόνιζε έναν μουστακαλή άνδρα, σοβαροφανή κι επιβλητικό, προκαλούσε φοβισμένη αντανάκλαση στη σκέψη του Στέφανου. Βυθισμένος στον φαντασιακό κόσμο του ιλίγγου, που του προκαλούσε η κατοχή των πενήντα χιλιάδων δραχμών στο φάκελο του κυρίου Καραγιώργη, επανασυνδέθηκε με την πραγματικότητα όταν ο κώδων του τηλεφώνου έκρουσε στο γραφείο της δεσποινίδος, σπάζοντας το φράγμα σιωπής που είχε επιβληθεί. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του κυρίου Αγαπητού, προσκαλούσε τον επισκέπτη.
«Τώρα, ο κύριος Αγαπητός θα σας δεχτεί. Παρακαλώ, περάστε» είπε η νεαρά και με το αριστερό της χέρι έδειξε την κατεύθυνση την οποία έπρεπε να ακολουθήσει.
Ο Στέφανος ξερόβηξε, όπως ισιώσει τη χροιά της φωνής του και αφού σάλιωσε το μουστάκι του εισήλθε στο γραφείο. Ο Πέτρος Αγαπητός, ένας εκ των ισχυρότερων οικονομικών παραγόντων της χώρας, υποδέχτηκε τον επισκέπτη του με χαμόγελο. Ο Στέφανος έστεκε όρθιος όση ώρα εξηγούσε το σκοπό της παρουσίας του. Αμέσως εκείνος κάλεσε τη γραμματέα του και της ζήτησε να διεκπεραιώσει την επιθυμία του κυρίου Καραγιώργη.
«Καθίστε, παρακαλώ. Σε λίγη ώρα θα έχουμε τα έγγραφα της επένδυσης του αγαπητού μου φίλου. Αλήθεια, πώς είναι η υγεία του; Θυμάμαι πως το άσθμα δεν τον άφηνε σε ησυχία και τον ταλαιπωρούσε»
«Πράγματι, τον επισκέπτεται σε καθημερινή βάση. Άμα τον πιάσει δεν το αφήνει. Ευτυχώς λαμβάνει ιατρική αγωγή και το ελέγχει. Άμα ξεκινούν οι κρίσεις, ωστόσο, ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν τον σταματά. Μέχρι να ηρεμήσει δεινοπαθεί»
«Είναι από τους λίγους δικηγόρους με πάθος για την εργασία του. Τρίτη γενιά νομικών και στην Αθήνα το όνομα Καραγιώργη είναι συνώνυμο της δικαιοσύνης. Ακόμα και οι τυφλοί βρίσκουν το φως τους με τον Καραγιώργη»
Στο άκουσμα της τελευταίας στροφής του λόγου του τα γέλια ξεχύθηκαν με τάση φυγής απ’ τα στόματα και κυρίεψαν το χώρο. Το βαρύγδουπο γέλιο του κυρίου Αγαπητού διαπέρασε τα τοιχώματα και έσκουξε τα τύμπανα του Στέφανου που ακολούθησε τις προσταγές ευθυμίας. Η γραμματέας εισήλθε στο γραφείο και ανεπαίσθητα ακολούθησε το χορό γέλιου απ’ τη μία άκρη ως την άλλη. Τα χαμόγελα έδωσαν τη θέση τους στην παράδοση των απαραίτητων εγγράφων, τα οποία έλεγξε εξονυχιστικά ο κύριος Αγαπητός.
«Είμαστε έτοιμοι» είπε και σηκώθηκε απ’ τη θέση του τείνοντας το φάκελο προς το μέρος του Στέφανου.
«Τί είναι αυτά τα χαρτιά;»
«Χαρτιά; Δεν θα το έλεγα. Είναι το εισιτήριο για τον πλούτο του επενδυτή»
«Πλούτος;»
«Μα, φυσικά νεαρέ μου! Τούτα δω τα έγγραφα που θωρείς, ξέρεις τι λένε; Ότι ο κύριος Καραγιώργης είναι κάτοχος μετοχών σε επιχειρήσεις που συμμετέχουν ενεργά στην οικονομική δραστηριότητα του τόπου. Κάθε λεπτό παραγωγής είναι λεπτό που αυξάνει την αξία αυτών των εγγράφων. Και όσο διευρύνεται ο κύκλος εργασιών τόσο αυξάνει η αξία των. Πολλαπλασιάζονται τα κέρδη μέρα την ημέρα»
Ο Στέφανος άρχισε να συνδέει τη λέξη «επένδυση» με τις φωνασκίες των ανθρώπων που συναντούσε στους διαδρόμους και οι οποίοι «αγοράζανε» μετά βδελυγμίας.
«Αγοράστε! Αγοράστε!» επανέλαβε ηχηρά ο Στέφανος ταυτισμένος με όσα λάμβαναν χώρα ενώπιόν του.
«Ακριβώς, νεαρέ! Αγοράστε όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, επενδύστε! Ορίστε το σύνθηκα της νέας εποχής. Σύνθη μα το οποίο γίνεται όραμα χειροπιαστό προσφέροντας ίσες ευκαιρίες σε κάθε πολίτη αυτής της χώρας, άνευ διακρίσεων και περιορισμών»
«Άνευ;»
«Άνευ, νεαρέ! Πλούσιοι και φτωχοί έχουν την ίδια μοίρα υπό το φως του ηλίου του χρήματος»
«Του χρήματος;»
«Του χρήματος, λέγω! Διότι, τί εστί άνθρωπος τη σήμερον ημέρα, νεαρέ μου;»
«Τί εστί;»
«Χρήμα! Αυτό θα πει άνθρωπος»
«Χρήμα» επανέλαβε πειθαρχημένα ο Στέφανος.
«Χρήμα, βέβαια! Αυτό το μαγικό ελιξίριο της ζωής το οποίο προσφέρει στον άνθρωπο τα αγαθά του κόσμου όλου. Είναι η απάντηση στις ανάγκες του σήμερα»
«Εγώ, κύριε Αγαπητέ, τρέχω ολημερίς για εικοσιτέσσερις δραχμές μηνιαίως. Κι αυτές με δανεικά συμπληρώματα. Τοκίζονται κιόλας. Ευτυχώς, η μάνα πλένει τα σπίτια κυριών της Αθήνας και με έξι ίσως και επτά δραχμές καλύπτουμε τα προς το ζην»
«Κι όμως, νεαρέ. Διαθέτετε το αναγκαίο υπόβαθρο προκειμένου να βαδίσετε σταθερά στο δρόμο της επιτυχίας. Ακούστε με προσεκτικά. Με ένα πλάνο το οποίο θα σας υποδείξω εγώ και με την τόλμη που, το βλέπω στα μάτια σας, σας διακατέχει, επενδύστε σε μετοχές ανερχόμενων εταιριών. Δεν θα δεχτώ προμήθεια για τις συμβουλές. Εντελώς δωρεάν, σε ένδειξη καλής πίστεως εκ μέρους μου. Σε διάστημα λίγων μηνών θα δείτε την αξία των μετοχών να έχει διπλασιαστεί ίσως και τριπλασιαστεί. Εάν, για παράδειγμα, επενδύσετε ένα ποσό της τάξεως των τριών χιλιάδων δραχμών θα τις δείτε να γίνονται έξι, εννιά και δώδεκα χιλιάδες δραχμές. Δίχως κόπο. Δίχως άγχη και στερήσεις. Μόλις τα εξαργυρώσετε, θα έχετε συγκεντρώσει τόσα χρήματα όσα δεν θα συγκεντρώνατε ποτέ στη ζωή σας, ακόμα κι αν δουλεύατε υπερωρίες τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο, μέχρι την τελευταία σας ανάσα»
Οι οφθαλμοί του Στέφανου άστραψαν αιφνιδίως. Στο μυαλό του άρχισαν να γεννοβολάνε παραστάσεις επενδύσεων, με τον ίδιο και την κυρά Βασιλική σε ρόλο αστών που κολυμπούν στα ύδατα του χρήματος. Δίχως περιττές σκοτούρες· με μόνη καθημερινή συντροφιά πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες των Αθηνών. Μόνιμη συζήτηση οι νέες επενδύσεις και τα πολλαπλάσια μηδενικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς και θυρίδες. Με το βλέμμα καρφωμένο στα υγρά χείλη του μέντορά του, αποπλανούσε τις φιλοδοξίες του που έμοιαζαν να έρχονται με δριμύτητα σε μία μίζερη και αδιέξοδη ζωή.
«Επενδύστε, νεαρέ! Τώρα που η Ελλάδα αναπτύσσεται, η αξία των μετοχών σκαρφαλώνει σε δυσθεώρητα μεγέθη. Εσείς θα μείνετε εκτός του παιχνιδιού; Καιρός να ξεφύγετε από το όριο των εικοσιτεσσάρων δραχμών το μήνα»
«Και με δανεισμένο τόκο»
«Και με δανεισμένο τόκο. Να ξαλαφρώσετε τη μάνα σας απ’ το να πλένει σκάλες σε ξένα σπίτια. Με τα χρήματα που θα αποκτήσετε με τούτα δω τα έγγραφα, σας υπόσχομαι ότι θα έρθει ο καιρός να προσλάβετε δικό σας υπηρετικό προσωπικό. Να μετακομίσετε στις γειτονιές των Αθηνών, στις οποίες διαβιούν ζάμπλουτοι επιχειρηματίες και επενδυτές λογιών λογιών. Κάθε πρωί, θα διαβάζετε οικονομικές και πολιτικές εφημερίδες. Να γνωρίζετε τί συμβαίνει τον κόσμο. Έπειτα θα σηκώνετε το ακουστικό του τηλεφώνου και θα επενδύετε. Έριξαν βόμβες στην Αραβία οι Αμερικάνοι, επενδύεις στα πετρέλαια. Εισέβαλλαν οι Σοβιετικοί στη Μέσα Ανατολή, επενδύεις στην ενέργεια. Απλά μαθηματικά για αρχάριους»
«Απλά μαθηματικά» επανέλαβε ρυθμικά ο Στέφανος εκστασιασμένος.
«Καιρός για επενδύσεις!» βροντοφώναξε ο κύριος Αγαπητός.
«Καιρός για επενδύσεις!» επανέλαβε πειθήνια ο Στέφανος.
Και με το σύνθημα αυτό ο Στέφανος περιχαρής χαιρέτησε τον αναπάντεχο σύμμαχο και με τα έγγραφα των μετοχών ανά χείρας επέστρεψε στο δικηγορικό γραφείο του κυρίου Καραγιώργη. Ο τελευταίος είχε από ώρα φύγει. Τότε, ο Στέφανος, κλείδωσε τα πειστήρια στο πρώτο συρτάρι όπως του υπαγόρεψε ο κύριος Καραγιώργης και γεμάτος κέφι κίνησε για το σπίτι. Στην πορεία της διαδρομής, παρατηρούσε τους ανθρώπους που περνούσαν βιαστικά δίπλα του. Τα ρούχα των ανδρών με τα κοστούμια, τις γραβάτες, τα λουστρίνια και τα ψηλά καπέλα, τον εντυπωσίαζαν. Φαντάζονταν τον εαυτό του επενδυμένο με ακριβά ρούχα και το παιχνίδι των μετοχών ολοένα θέριευε στη σκέψη του. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γιγάντωναν τη βουλιμία του όπως αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και μεταβάλει άρδην τις συνήθειές του. Επέλεξε μία οικονομική και μία πολιτική εφημερίδα. Αυτομάτως η ανυπομονησία του πολλαπλασιάστηκε. Ένιωσε την υπόληψή του να ισοσκελίζει τις ταξικές αποστάσεις που τον χώριζαν από τον κύριο Καραγιώργη. Με βήμα γοργό έφτασε στη φτωχογειτονιά του Περάματος. Κοίταξε περιφρονητικά γύρω του τη λασπωμένη συνοικία και τα υποδήματά του μπαλωμένα δυο και τρεις φορές. Η πεποίθησή του όπως αλλάξει ριζικά τη μοίρα της ζωής του ήτο ακλόνητη. Το δοχείο με το γάλα το οποίο άφησε ο γαλατάς στην άκρη της πόρτας έστεκε ασάλευτο. Ένα αίσθημα ντροπής καθέλκυσε το βλέμμα του. Πέταξε με λύσσα το γυάλινο δοχείο παρακολουθώντας το καθώς έσπαζε σε χίλια κομμάτια. Το λευκό πηχτό υγρό αναμείχθηκε με τις λάσπες του δρόμου. Με τις εφημερίδες στην μασχάλη εισήλθε στην οικία.
Η κυρά Βασιλική από ώρα είχε πλαγιάσει. Τα χέρια και το κορμί της δεν βάσταγαν άλλο. Ο Στέφανος κινήθηκε στο σκοτάδι έως ότου έφτασε στην κάμαρή του. Άναψε τη μποτίλια και μία φλόγα ξανθιά στο πέρασμά της φώτισε το δωμάτιο. Άνοιξε τις εφημερίδες διάπλατα. Ανάκατα διάβαζε πότε τη μία και πότε την άλλη, δίχως να κατανοεί τα όσα διαδραματίζονταν ενώπιόν του. Πότε πότε ξεφυσούσε από βαριεστημάρα αλλά δεν παραιτούνταν από το στόχο. Στην πολιτική εφημερίδα, με πηχυαίους τίτλους, περιγράφονταν η επερχόμενη Αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Εξέλιξη η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του κυρίου Αγαπητού, θα αύξανε τα κέρδη των εταιριών πετρελαίου και μαζί τους τα κέρδη των επενδυτών. Νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι, συσκέψεις, προϋπολογισμοί, αντιπολεμικά κινήματα, όλα έπαιζαν το δικό τους ρόλο στον αγώνα του χρήματος. «Αχ αυτοί οι διαδηλωτές. Αν γνώριζαν όσα εγώ γνωρίζω θα γίνονταν κι αυτοί επενδυτές και θα ‘τρωγαν με χρυσά κουτάλια» σκέφτηκε φωναχτά. Την ίδια στιγμή η έγνοια του στράφηκε στο σεντούκι της κυρά Βασιλικής. Δεν άνοιγε ποτέ παρά μονάχα μια φορά το χρόνο για να προστεθούν οι οικονομίες της χρονιάς. Ο Στέφανος κινήθηκε αποφασιστικά. Δεν άργησε να φέρει στην επιφάνεια τις αποταμιεύσεις της οικογενείας. Τρεις χιλιάδες δραχμές και ογδόντα λεπτά ήταν ολάκερη η περιουσία. Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι κι έσπρωξε τη φιάλη απ’ το κρασί με δύναμη. Εκείνη, εκτοξεύτηκε και αναπαύτηκε στο πάτωμα. Οι πρώτες σταγόνες ξάπλωσαν στο στόμιο του ποτηριού. Το βλέμμα του παρέμενε συγκεντρωμένο στα χρήματα που ήταν σκορπισμένα μπροστά του. Τότε, έλαβε την απόφαση που θα άλλαζε το ρου της ιστορίας. Τα τύλιξε καλά καλά και βγήκε απ’ το σπίτι.
Ήταν Παρασκευή, μέρα κατά την οποία συναντιόταν με την Παναγιώτα. Κινηματογράφος, περίπατος στον Λυκαβηττό και στις εύθυμες στιγμές, γεύμα σε ταβερνάκι της πλατείας Ομονοίας. Έφτασε αργοπορημένος. Η Παναγιώτα στέκονταν καρτερικά στην άκρη της πλατείας Συντάγματος. Με την άφιξή του έπεσε στην αγκαλιά του. Οι πρώτες αγκαλιές έδωσαν τη θέση τους σε φιλιά πάθους. Τα βλέμμα των περαστικών και οι επικριτικές φιγούρες που περιστοίχιζαν το ζευγάρι, τους ανάγκασαν όπως απομακρυνθούν απ’ το σημείο.
«Έχω να σου πω νέα που θα μας αλλάξουν τη ζωή μια για πάντα!» είπε ο Στέφανος και σφιχταγκάλιασε το χέρι της. Τράβηξαν προς την οδό Σόλωνος. Σε λίγα λεπτά της ώρας βρίσκονταν μόνοι τους να περπατούν αμέριμνα επί της Ακαδημίας. Δίχως προορισμό, με μόνο αίσθημα ένα ασίγαστο χαμόγελο που κρέμονταν στα χείλη του. Η Παναγιώτα όλο απορία ανέμενε τις εξηγήσεις αυτής της αλλαγής στην εβδομαδιαία συνήθεια. Ένα ζαχαροπλαστείο με νόστιμα γλυκά και ανατολίτικο καφέ φιλοξένησε την εξομολογητική διάθεση του Στέφανου. Καθώς ο ήλιος προ πολλού είχε δώσει τη θέση του στις βραδινές απολήξεις της ημέρας, τα λόγια μετατράπηκαν σε αισθήματα χαράς και οι φιλοδοξίες αμφοτέρων ξεχύνονταν απ’ τα χείλη. Δίχως να εισέλθει σε περιττές λεπτομέρειες όσων συνέβησαν τις ώρες που προηγήθηκαν, πέρασε απευθείας στο κυρίαρχο θέμα. Της μίλησε για τον Πέτρο Αγαπητό, για την εμπειρία του στο Χρηματιστήριο Αθηνών και τις προοπτικές που ανοίγονταν ενώπιόν τους. Ως επιστέγασμα του συλλογισμού του αποκάλυψε το ποσό που φύλαγε τυλιγμένο στο σακάκι του. Στη θέα του, η Παναγιώτα αιφνιδιάστηκε. Ο φόβος ήρθε και κάθισε σιμά τους και μία αβέβαιη αναστάτωση ήρθε και ταρακούνησε τα σωθικά τους. «Να φύγουμε! Να φύγουμε!» ήθελε να φωνάξει μα τα πνευμόνια της ταμπουρώθηκαν πίσω από τις λέξεις που δεν έλεγαν να ξεμυτίσουν. Ο Στέφανος, στο δικό του ρυθμό, πλάταινε ολοένα τις φιλοδοξίες.
«Στέφανε, καλέ μου Στέφανε! Πώς είναι δυνατό να έχεις χαρτιά που κερδίζουν;»
«Πώς νομίζεις πλουτίζει ο κόσμος; Με το μεροκάματο και μια στο σφυρί και μια στο γόνατο προκοπή δεν κάνεις»
«Και τί δουλειά έχουμε εμείς με τους πλούσιους;»
«Αχ, Παναγιώτα μου! Η Ελλάδα αλλάζει, αναπτύσσεται και δίνει ευκαιρίες σε όλους. Πλούσιοι και φτωχοί καταργούνται. Ο ήλιος του χρήματος ανατέλλει για όλους άνευ διακρίσεων» και ο ενθουσιασμός αποτυπώνονταν στις θεατρικές κινήσεις των χεριών του.
«Που ακούστηκε να πεθαίνει ο κόσμος στον πόλεμο και ‘μεις να γιομίζουμε λεφτά;»
«Αχ, κορίτσι μου! Δεν καταλαβαίνεις από επενδύσεις! Σου λέει, κάθε σφαίρα των Αμερικάνων εκτοξεύει τις τιμές πετρελαίου στα ύψη στις χρηματαγορές της Νέας Υόρκης. Μαζί με δαύτους κερδίζουμε κι εμείς»
Οι λέξεις, όπως ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια των αισθήσεων, δεν άφηναν περιθώρια για δεύτερες σκέψεις και αντιρρήσεις. Η Παναγιώτα, έβλεπε τον ενθουσιασμό και τη χαρά στο πρόσωπο του Στέφανου και ζήλευε την ευτυχία, ανεπαίσθητα. Ήθελε να παρασυρθεί στην παραζάλη της ονειρικής μέθης, μα, κάτι βαθιά κρυμμένο μέσα της, την εμπόδισε να μοιραστεί τη χαρά. Μονάχα, ύψωσε το χαμόγελό της στο ύψος της αυθεντίας του Στέφανου και δίχως περαιτέρω ερωτήσεις αφέθηκε στην κάλπικη μαγεία των στιγμών. Εκείνος, απ’ την πλευρά του, δεν σταμάτησε λεπτό να αραδιάζει όνειρα επί χάρτου.
«Θα σταματήσεις τη δουλειά στο ραφείο. Θα είμαστε πλούσιοι και το μόνο που θα απασχολεί τη σκέψη σου θα είναι πώς να ξοδέψεις το χρόνο της ημέρας. Θα μείνουμε σε πολυτελή κατοικία στις συνοικίες των διάσημων Αθηναίων. Θα έχουμε υπηρετικό προσωπικό και θα κυκλοφορούμε με αυτοκίνητο τελευταίας τεχνολογίας. Θα πλήττουμε απ’ το χρήμα και τις ανέσεις μας. Τέτοιες, που δε μα τα ‘δαν τα όμορφά σου μάτια στον κινηματογράφο. Και η μάνα μου, θα σταματήσει να πλένει ξένα σπίτια για ένα κομμάτι ψωμί»
«Κι εσύ;»
«Εγώ; Ανυπομονώ για τη στιγμή που ο κύριος Καραγιώργης θα σταθεί δίπλα μου και θα ντραπεί. Η εξέλιξή μου θα καταπλήξει τους πάντες. Κι όσοι με θεωρούσαν ασήμαντη προσωπικότητα, απλό συμπλήρωμα στον καθημερινό τους καφέ, θα δουν ιδίοις όμμασι τί εστί Στέφανος Βαρσάμης»
Η Παναγιώτα κατάπινε κύματα κύματα την πορτοκαλάδα την οποία ο σερβιτόρος έφερε με το προφιτερόλ. Ο Στέφανος, χαμένος στον δικό του κόσμο, δεν έδωσε σημασία στο γλύκισμα. Ξεδίπλωσε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που έφερε μαζί του και με καμάρι διάβασε σιωπηλά τους τίτλους αυτής. Μια βαθιά ανάσα νομιμοποίησε την ευαρέσκειά του. Με το δεξί του χέρι ένευσε προς το μέρος του σερβιτόρου ζητώντας τον λογαριασμό.
«Δεκαπέντε λεπτά οι δύο χυμοί και δέκα λεπτά το προφιτερόλ, σύνολο εικοσιπέντε λεπτά» έκανε εκείνος.
Ο Στέφανος έβγαλε απ’ το τη φόδρα του παντελονιού του ένα ολόκληρο πενηντάλεπτο και το απώθησε στην παλάμη του σερβιτόρου.
«Τα ρέστα δικά σου» είπε και με νόημα έκλεισε το αριστερό του μάτι.
Ο σερβιτόρος σήκωσε το φρύδι όλο έκπληξη. Δευτερόλεπτα αργότερα υποκλίθηκε με σεβασμό στον φιλότιμο πελάτη. Συμμάζεψε τα ποτήρια με την πορτοκαλάδα καθώς και το μισοτελειωμένο προφιτερόλ και απομακρύνθηκε. Το νεαρό ζευγάρι αποχώρησε με τη σειρά του. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή δεν αντάλλαξαν ούτε λόγο. Το φεγγάρι φωτισμένο με λογιών λογιών λαμπιόνια και στολίδια ομόρφαινε τον ουρανό καθοδηγώντας τα βήματά τους. Μία θερμή αγκαλιά κι ένα φιλί συνόδεψαν τον αποχαιρετισμό των δύο νέων, έως την επόμενη συνάντησή τους. Μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα ο Στέφανος. Ξαπλωμένος ανάσκελα έριχνε κλεφτές ματιές μια στα χρήματα που βρίσκονταν τυλιγμένα πάνω στο τραπέζι και μια στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ο κύβος ερρίφθη. Αύριο, πρωί πρωί, θα προχωρούσε στην επένδυση των χρημάτων. Θα έσπευδε στον γραφείο του Πέτρου Αγαπητού όπως ολοκληρώσει τη διαδικασία.
Η κυρά Βασιλική, που ο κάματος της ημέρας της προσέφερε γαλήνιο ύπνο, ξύπνησε απ’ τα χαράματα. Ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Στέφανο στην κουζίνα.
«Έλα, έλα σου ετοίμασα καφέ» έκανε εκείνος.
«Γιατί τόσο πρωινός;»
«Έχω δουλειά μάνα. Αυτή τη φορά, ο τροχός της τύχης είναι με το μέρος μου»
«Μα, τί λες;»
«Τίποτα, μάνα. Όλα στην ώρα τους»
«Βγήκες με την κοπελιά χθες; Με πήρε ο ύπνος. Δεν άντεχα να περιμένω»
«Περάσαμε όμορφα. Είναι καλή κοπέλα η Παναγιώτα. Αξίζουν τα καλύτερα τόσο σε ‘κείνη όσο και σε ‘σένα»
«Τίς συμβαίνει γιόκα μου;»
«Αλήθεια, τίποτε που θα πρέπει να σε ανησυχεί. Με τον καιρό θα καταλάβεις»
«Ο Ιησούς Χριστός να δώκει» κι άρχισε να σταυροκοπιέται.
«Φεύγω, μάνα» είπε ο Στέφανος καθώς ρουφούσε την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ.
«Να αφήσεις χρήματα για τον κρεοπώλη. Το χρέος έφτασε τις τέσσερις δραχμές και χθες μου γκρίνιαζε»
«Θα τα πληρώσω, μάνα. Με μιας θα ξεπληρωθούν όλοι»
Η κυρά Βασιλική κοιτούσε απορημένη. Γεύτηκε τον καφέ που της ετοίμασε εκείνος. Μια όψη αποστροφής σχηματίστηκε μεμιάς στο πρόσωπό της. Η πίκρα του ζεμάτησε τον ουρανίσκο της. Τον έχυσε στο νιπτήρα κι έβαλε να φτιάξει καινούργιο.
Ο Στέφανος δεν θα πήγαινε σήμερα στο δικηγορικού γραφείου του κυρίου Καραγιώργη. Ούτε σήμερα ούτε τις επόμενες ημέρες παρά μόνο για να επιστρέψει τον τόκο του μηνιαίου εισοδήματος. Κάθε πρωί αγόραζε πολιτικές και οικονομικές εφημερίδες. Διάβαζε τις αναλύσεις και στο μυαλό του σχημάτιζε τις εξελίξεις που συνεπάγονταν για τα επενδυτικά του σχέδια. Έδινε έμφαση στις μεταβολές που λάμβαναν χώρα στις χρηματαγορές Ευρώπης και Αμερικής καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις στο μέτωπο του Βιετνάμ. Μολονότι δεν καταλάβαινε όλα όσα διάβαζε και άλλα τόσα παρερμήνευε, φούσκωνε από υπερηφάνεια και ικανοποίηση.
Μόλις έφτασε ο Πέτρος Αγαπητός στο γραφείο του η γραμματέας τον ενημέρωσε για την παρουσία του νεαρού Στέφανου.
«Α, μάλιστα» έκανε εκείνος και εισήλθε στο γραφείο του.
Ο Στέφανος σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα και με ύφος νεόπλουτου επενδυτή όλο κομπασμό χαιρέτισε τον Πέτρο Αγαπητό.
«Καλημέρα, νεαρέ! Τί σας φέρνει στο γραφείο μου; Ο κύριος Καραγιώργης;»
«Όχι, όχι! Αυτή τη φορά ήρθα για προσωπική υπόθεση»
«Πολύ καλά, λοιπόν. Σας ακούω»
«Θέλω να γίνω επενδυτής» είπε με τρεμάμενη φωνή.
Ο Πέτρος Αγαπητός παρέμενε σιωπηλός. Κοίταζε όλο αίνιγμα τον Στέφανο.
«Φαντάζομαι, νεαρέ, πως τα λόγια μου την περασμένη φορά γέμισαν τη σκέψη σας με την ανάγκη της υπέρβασης»
«Υπέρβαση! Αυτό ακριβώς!» έκανε όλο ενθουσιασμό.
«Πέστε μου, λοιπόν, το λόγο για τον οποίο ήρθατε»
«Η συζήτηση μαζί σας, οι εφημερίδες, οι Αμερικάνοι φίλοι μας, όλα με προστάζουν να επενδύσω. Οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη!» και με μία απότομη κίνηση του χεριού εκτίναξε το σώμα του δείχνοντας το ταβάνι του γραφείου. «Αποφάσισα να γίνω επενδυτής. Να πάψω να σέρνομαι πίσω απ’ τις εικοσιτέσσερις δραχμές του κυρίου Καραγιώργη»
«Που τοκίζονται κιόλας»
«Που τοκίζονται κιόλας» συμφώνησε ο Στέφανος.
«Βλέπω στο πρόσωπό σας το λαμπρό μέλλον της Ελλάδος, νεαρέ μου! Εύγε!» και τα χαμόγελα περίσσευαν.
«Πείτε μου, τί πρέπει να κάνω;»
«Εσείς τίποτε περισσότερο από το μου παραδώσετε το ποσό το οποίο επιθυμείτε να επενδύσετε. Ποσό το οποίο, όσο μικρό κι αν είναι, θα γίνει η χρυσή αγελάδα που θα αρμέγετε χρήμα ζεστό»
Ο Στέφανος θαμπωμένος απ’ τα λόγια του Πέτρου Αγαπητού και σε κλίμα ευθυμίας αράδιασε τις τρεις χιλιάδες δραχμές στο γραφείο. Αμέσως, ο κύριος Αγαπητός κάλεσε την γραμματέα του όπως διευθετήσει το ζήτημα αγοράζοντας μετοχές σε πετρελαϊκές επιχειρήσεις.
«Το πετρέλαιο, ο μαύρος χρυσός, είναι το μέλλον της ανάπτυξης»
«Ο μαύρος χρυσός» επανέλαβε πειθαρχημένα ο Στέφανος.
«Βέβαια, το ποσό είναι μικρό. Ίσα ίσα για το ξεκίνημα»
«Θα πολλαπλασιαστεί;»
«Μην βιάζεστε, νεαρέ μου! Όλα θέλουν το χρόνο τους»
«Μια δυο βόμβες των Αμερικάνων φίλων μας και οι τιμή του πετρελαίου θα ανέβει στα ύψη» υπογράμμισε όλο πάθος ο Στέφανος.
«Σας βρίσκω διαβασμένο. Ακριβώς, όπως τα λέτε είναι τα πράγματα. Σήμερα βομβαρδίζουμε και κερδίζουμε χρήμα. Ειρηνεύουμε, τότε οι τιμές ισορροπούν και τα κέρδη, επίσης. Μέχρι τον επόμενο βομβαρδισμό. Οι καλοί μας φίλοι φροντίζουν για μας»
«Οι καλοί μας φίλοι» επανέλαβε με θέρμη ο Στέφανος.
«Γι’ αυτό θα πρέπει να τολμάμε, κύριε Βαρσάμη»
Αυτομάτως, ο Στέφανος ένιωσε το κύρος του να γιγαντώνεται. Πρώτη φορά τον αποκαλούσαν με το επώνυμο. Και μάλιστα, από τα χείλη ενός σημαίνοντος προσώπου.
«Να τολμάτε!» επανέλαβε με καμάρι ο Στέφανος.
«Σκεφτείτε το ενδεχόμενο να εξαργυρώνετε τις μετοχές τις οποίες θα είχατε αγοράσει στη σημερινή τιμή»
«Τι εννοείτε;»
«Εσείς, επενδύετε αγοράζοντας μετοχές ύψους τριών χιλιάδων δραχμών. Μελλοντικά, τα κέρδη θα τριπλασιαστούν. Θα αγγίξουν τις εννέα χιλιάδες δραχμές»
Εκείνη τη στιγμή οι κόρες των ματιών του Στέφανου διεστάλησαν. Τόσα μηδενικά με αποκλειστικό κάτοχο τον ίδιο μήτε φαντάστηκε ποτές του. Το μυαλό του έτρεχε με γοργούς ρυθμούς στον επίγειο παράδεισο του μέλλοντος.
«Προσέξτε, αγαπητέ μου» συνέχισε απτόητος ο Πέτρος Αγαπητός. Η Ελλάδα αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ολοένα περισσότεροι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι επενδυτές επιλέγουν την ελληνική αγορά για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Η εμπιστοσύνη προς τα ελληνικά δεδομένα έχει γνωρίσει ουσιαστική πρόοδο. Τώρα, είναι η ευκαιρία»
«Τώρα, είναι η ευκαιρία» επανέλαβε με πάθος ο Στέφανος και συμπλήρωσε «τί πρέπει να κάνω;»
«Να επενδύσετε, κύριε! Ό,τι έχετε να το επενδύσετε» υπογράμμισε με προστακτικό τόνο.
Ο Στέφανος εισήλθε στην περιδίνηση των αισθήσεων. Η βαθιά περισυλλογή έφερε στην επιφάνεια το μόνο περιουσιακό στοιχείο της οικογενείας. Την οικία του πατρός του. Δεν δίστασε λεπτό. Η απόφαση ήτο ειλημμένη προτού τεθεί προς διερεύνηση στην ημερήσια διάταξη. Θα υποθήκευε την οικία του πατρός του. Εξάλλου, η μετακόμιση στις πλούσιες συνοικίες των Αθηνών ήτο δεδομένη. Οι όποιες αντιρρήσεις της κυρά Βασιλικής θα κάμπτονταν αποφασιστικά μπροστά στις εξελίξεις.
«Θα υποθηκεύσω το σπίτι!» ξεφώνισε ο Στέφανος.
Ο Πέτρος Αγαπητός έδειξε να αιφνιδιάζεται. Μόλις συνήλθε απ’ το αναπάντεχο γεγονός, δεν έκρυψε τη χαρά του.
«Έχοντας εμπειρία στον κατασκευαστικό κλάδο θα εκτιμήσω την αξία του επιτόπια και σύντομα θα σας έχω νέα. Τί σκοπεύετε να κάνετε τα χρήματα;»
«Μα, τί άλλο; Θα επενδύσω στο μαύρο χρυσό!» τόνισε με δεικτική άνεση ο Στέφανος.
Τα χέρια ενώθηκαν με ευαρέσκεια. Εντός των ημερών ομάδα εμπειρογνωμόνων θα όριζε την αξία της κατοικίας στις σαρανταδύο χιλιάδες δραχμές. Το ποσό δεν εμφανίστηκε ποτέ στα χέρια του Στέφανου. Επενδύθηκε εν μία νυκτί στην εταιρία του Πέτρου Αγαπητού. Ο Στέφανος συμφώνησε όπως επενδύσει στις μετοχές της αναπτυσσόμενης κατασκευαστικής εταιρίας. Τα συμβόλαια θα υπογράφονταν μαζί με τα έγγραφα των μετοχών. Ο Στέφανος προσέβλεπε στον πολλαπλασιασμό της τιμής των μετοχών στη βάση των πολεμικών εξελίξεων της αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στη διεθνή αγορά. Ολημερίς στον καφενέ της πλατείας Ομονοίας ξεφούρνιζε τη νέα εποχή ην οποία επαγγέλλονταν ο Πέτρος Αγαπητός. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του τινάζονταν στα έγγραφα με τις μετοχές που κάθε τόσο κουνούσε επιδεικτικά στους υπολοίπους θαμώνες προκειμένου να πιστοποιήσει την αλλαγή που έρχονταν.
Μια απ’ αυτές τις μέρες, καθώς επέστρεφε σπίτι του άκουσες χωρατά και συζητήσεις απ’ το εσωτερικό του. Στη θέα του κυρίου Καραγιώργη ο Στέφανος πάγωσε. Έχασε την ισορροπία του και η γλώσσα του δέθηκε με κόμπο ανάμεσα στα δόντια. Οι σιελογόνοι αδένες αποτεφρώθηκαν και μία άσχημη οσμή ξεπρόβαλε αγκυροβολημένη στα χείλη. Το χρώμα του προσώπου απώλεσε τις αιμάτινες ακτίνες του και οι βουλωμένες αρτηρίες εκτινάχθηκαν στους πνεύμονες προκαλώντας έναν αναίσθητο βήχα, δίχως σταματημό. Η κυρά Βασιλική πετάχτηκε απ’ τη θέση της και άρχισε να χτυπά με μανία την πλάτη του Στέφανου. Ο επισκέπτης, απ’ την πλευρά του, έσπευσε να γεμίσει ένα ποτήρι με κρύο νερό το οποίο ταχύτατα προσγειώθηκε στον οισοφάγο του παρολίγον πνιγμένου. Οι καρδιακοί χτύποι άρχισαν να αποκαθίστανται. Στις φλέβες το αίμα ξεσπάθωσα και πάλι ορμητικό. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπο του Στέφανου.
«Σιγά, σιγά παιδί μου, θα πνιχτείς!» έκανε η κυρά Βασιλική και άρχισε να τον σταυρώνει καθώς το κακό το μάτι καιροφυλακτούσε.
Ο Στέφανος κάθισε στην καρέκλα και μέσα από τις βαριές του ανάσες ζύγιζε τον απρόσκλητο επισκέπτη. Μέρες ολάκερες είχε να φανεί απ’ το δικηγορικό γραφείο γεγονός το οποίο ανησύχησε τον Αδαμάντιο Καραγιώργη. Ο τελευταίος ήρθε αυτοπροσώπως όπως ενημερωθεί για την αναίτια αυτή αλλαγή στάσης εκ μέρους του υπαλλήλου του. Τις μέρες τούτες ο Στέφανος είχε μετατρέψει το Χρηματιστήριο Αθηνών σε δεύτερη κατοικία του. Αγόραζε τις πρωινές εφημερίδες και με ύφος Μαρίας Αντουανέτας παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των υπολοίπων επενδυτών που συνέρρεαν με αγωνία ενώπιον του καθημερινού παιχνιδιού ευκαιριών. Ανάμεσά τους εκείνος, περιφέρονταν στους διαδρόμους της χρηματαγοράς κρυφακούγοντας συζητήσεις και εισπνέοντας την ροή της ατμόσφαιρας των πραγμάτων. Ο πόλεμος των Αμερικάνων φίλων εξακολουθούσε να προκαλεί υπερπτήσεις στις τιμές πετρελαίου, με τις ευκολόπιστες μάζες να συσσωρεύουν ευγενείς προθέσεις. Στις τάξεις τους ολοένα αυξάνονταν με γεωμετρική ακρίβεια όλοι όσοι περιστρέφονταν γύρω από ένα μέλλον με προοπτικές, το οποίο, ωστόσο, σκόνταψε στην τελευταία στροφή της ιστορίας.
«Στέφανε, παιδί μου» διέκοψε την περισυλλογή η κυρά Βασιλική. «Ο κύριος Καραγιώργης ήρθε να μας επισκεφτεί γιατί ανησύχησε. Λέει ότι έχεις να φανείς μέρες πολλές στο γραφείο. Είναι αλήθεια;» ρώτησε και η φωνή της βούτηξε σε λυγμούς που σκαρφάλωναν εσπευσμένα στον λάρυγγα.
Ο Στέφανος μέτρησε με προσοχή τα όρια του λόγου του που εκτείνονταν στο τριμελές σχήμα των προσώπων που συμμετείχαν στη συζήτηση. Τέντωσε τους οφθαλμούς του και τους κάρφωσε με απέχθεια στο πρόσωπο του Αδαμάντιου Καραγιώργη.
«Αλήθεια είναι» απάντησε με αυτοπεποίθηση.
«Γιατί παιδί μου; Και πού γύρναγες όλες αυτές τις ώρες;» ρώτησε εκείνη γεμάτη αγωνία για τα μελλούμενα.
«Δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά του κυρίου από δω» και με απαξιωτικό τρόπο κούνησε το δάκτυλο του χεριού του προς το μέρος του.
Ο Αδαμάντιος Καραγιώργης αιφνιδιάστηκε. Με ψυχραιμία θέλησε να μάθει το λόγο της απειθούς αυτής συμπεριφοράς.
«Μπορείτε, σας παρακαλώ, νεαρέ να μου πείτε σε οφείλω αυτόν τον τόνο;»
«Δεν οφείλετε το παραμικρό. Και δεν σας οφείλουμε τίποτα παρά μόνο τον τόκο για το τελευταίο δάνειο του μισθού. Όμως, φτάνει! Ως εδώ!» έκανε και οι φλέβες πετάχτηκαν στο λαιμό.
Η κυρά Βασιλική παρακολουθούσε το αλλόκοτο θέαμα δίχως να καταλαβαίνει τις εξελίξεις και τα κενά στην ιστορία διόγκωναν τις απορίες της.
«Δεν οφείλετε και δεν σας οφείλω το παραμικρό, κύριε» συνέχισε ο Στέφανος στο ίδιο μήκος κύματος, με τα μπάσα στην φωνή σε πλήρη αταξία. «Και τώρα σας παρακαλώ να αποχωρήσετε απ’ την οικία μου»
«Παιδί μου, πώς συμπεριφέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο;» τον επέπληξε η κυρά Βασιλική.
«Όπως επιθυμείτε, νεαρέ» έκανε εκείνος και συνέχισε «Από εννέα ετών, όταν απόθνησκε ο αείμνηστος πατήρ σας, δουλεύετε στο γραφείο μου. Από τόσο δα παιδαρέλι. Και τώρα, μου το ανταποδίδεται κατ’ αυτόν τον σκαιό τρόπο» έσφιξε τα χείλη του από θυμό ανακατεμένα με απογοήτευση.
«Έχω λιώσει τις φτέρνες των ποδιών μου να σας υπηρετώ δεκαπέντε χρόνια τώρα, να γυρίζω ολάκερη Αθήνα για τους λογαριασμούς σας. Να υπομένω καρτερικά στη βροχή και στη ζέστη. Να σκύβω το κεφάλι και να δέχομαι τα ειρωνικά βλέμματα και τα πικρόχολα σχόλια και πνίγομαι, πνίγομαι!» και με τις άκρες των χεριών του γράπωσε τα ρούχα του που ήταν κολλημένα στο στήθος. «Και ποιο το ευχαριστώ; Τόκος στο μηνιαίο εισόδημα με την απαίτηση να υποκλίνομαι· και τούτη δω» έκανε δείχνοντας τη μάνα του που είχε κατεβάσει ενοχικά την κεφαλή «να πλένει μέρα νύχτα τις βρωμιές σας για μία δραχμή! Τώρα, όμως, ήρθε ο καιρός να βγούμε κι εμείς στο φως. Να ξεφύγουμε απ’ τη μιζέρια και τη φτώχεια που μαστίζουν τη ζωή μας. Να κάνουμε όνειρα στο φως του ήλιου κι όχι να ζούμε μονίμως υπό σκιά. Ακούς μάνα; Ήλιο και χρώματα! Ήλιο και χρώματα!» έκανε και έπιασε τα ροζιασμένα χέρια της. Εκείνη δακρυσμένη άφησε ποταμούς τα μάτια να τρέξουν.
«Αφέλειες» σχολίασε σκωπτικά ο Αδαμάντιος Καραγιώργης καθώς κίνησε να φύγει. «Κρίμα. Ήλιος και χρώματα χωρίς κόπο και ιδρώτα δεν πρόκειται ποτέ να δείτε, παιδί μου Στέφανε. Χτίζετε κάστρα στην άμμο»
«Τούτα δω που τα θωρείς» κι έδειξε τα έγγραφα των μετοχών «αγοράστηκαν για τρεις χιλιάδες δραχμές. Η αξία τους σήμερα είναι διπλάσια! Δεν σου είπα τίποτα μάνα γιατί θα έκανες το παν να με αποτρέψεις» είπε με ήρεμη φωνή. «Τώρα, ήρθε η ώρα να τα μάθεις όλα»
«Ποια όλα;» ρώτησε εκείνη τρομοκρατημένη.
«Τούτα τα χρήματα, η κληρονομιά του πατρός μου, τα επένδυσα σε μετοχές»
«Τί έκανες, λέει;» γύρισε απότομα προς το μέρος του ο Αδαμάντιος Καραγιώργης.
«Γιε μου, τί πήγες κι έκανες;» Και τώρα; Δεν έχουμε τίποτε για ώρα ανάγκης;»
«Μη σκιάζεσαι, μάνα. Τρεις βδομάδες, τώρα, διαβάζω την πραγματικότητα απ’ τις εφημερίδες και κάθε μέρα, ώρες ολάκερες, παρατηρώ τις μετοχές πετρελαίου να αυξάνουν την αξία τους. Ξέρεις τί θα πει αυτό;» και δίχως να αναμένει απάντηση συνέχισε «Αυτό θα πει πως οι τρεις χιλιάδες δραχμές έγιναν έξι χιλιάδες» και ο τόνος της φωνής του έλαβε σάρκα και οστά ικανοποίησης.
Ο Αδαμάντιος Καραγιώργης, που έστεκε παράταιρα, με φανερή αμηχανία ρώτησε, «Και πώς συνέβη κάτι τέτοιο;»
«Δεν με είχατε ικανό, σωστά; Ο κύριος Αγαπητός μου άνοιξε τα μάτια»
«Ο Πέτρος Αγαπητός;»
«Το μόνο για το οποίο σας ευγνωμονώ είναι αυτή η γνωριμία»
Ο Αδαμάντιος Καραγιώργης κατάπιε το περίσσευμα σάλιου που είχε στεγνώσει στη γλώσσα.
«Και χάρη στις προτροπές του προχώρησα ένα βήμα πιο πέρα. Βήμα που θα μας αλλάξει τη ζωή. Ναι, μάνα! Βόμβες ρίχνουν οι Αμερικάνοι και κερδίζουμε. Πνίγονται στη Μεσόγειο και κερδίζουμε. Χρεοκοπούν τράπεζες, κράτη, έθνη αλλά εμείς εξακολουθούμε και κερδίζουμε. Ο ήλιος, μάνα, το πρωί ανατέλλει για όλους»
«Εύχομαι να μη μετανιώσετε για την επιλογή σου, παιδί μου» είπε ο Αδαμάντιος Καραγιώργης κι απομακρύνθηκε σιωπηλά.
Ο Στέφανος γύρισε προς το μέρος της κυρά Βασιλικής, η οποία είχε παγώσει από τις αποκαλύψεις. Τα όσα διαδραματίστηκαν τα προηγούμενα λεπτά ενώπιό της έμοιαζαν με σκηνές βγαλμένες από κινηματογραφική ταινία. Ο Στέφανος την πλησίασε.
«Κάθισε, μάνα και θα σου τα εξηγήσω όλα» της είπε και τη βοήθησε να λάβει τη θέση της. Ο Στέφανος ξετύλιξε το κουβάρι της ιστορίας από τη μέρα κείνη κατά την οποία έπρεπε να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του κυρίου Καραγιώργη. Αναφέρθηκε λεπτομερώς στη γνωριμία του με τον Πέτρο Αυγουστίνο και την προτροπή του τελευταίου για επένδυση σε εταιρείες εισαγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ιδέα απ’ την οποία θα κόμιζαν πακτωλούς χρημάτων.
«Και τώρα, μάνα, το ποσό με το οποίο αγόρασα μετοχές ύψους τριών χιλιάδων δραχμών έχει διπλασιαστεί και όλο ανεβαίνει η τιμή τους»
Τότε ήταν που ξεφούρνισε την υποθήκη του σπιτιού και το υπέρογκο ποσό το οποίο επένδυσε στην κατασκευαστική εταιρεία του Πέτρου Αγαπητού.
«Σε ένα μήνα η τιμή της μετοχής αυξήθηκε τόσο ώστε τα χρήματα του σπιτιού έφτασαν τις σαράντα χιλιάδες δραχμές! Εάν αύριο πρωί εξαργυρώσουμε το ποσό θα έχουμε στα χέρια μας τόσα χρήματα όσα δεν θα βγάζαμε ακόμα κι αν δουλεύαμε γενεές επί γενεών»
Τα μάτια της κυρά Βασιλικής έλαμψαν διάπλατα. Τα αινίγματα της ιστορίας, που μέχρι πρότινος είχαν ξεθαρρέψει, σταδιακά αποκατέστησαν μία κυριαρχική παρουσία στην καρδιά της. Η πιθανότητα τα λόγια του Στέφανου να απηχούσαν την πραγματικότητα πρόσθετε στο λογισμό της ακατάσχετη χαρά.
«Αναμένει ολάκερη ανθρωπότητα το τελικό χτύπημα των Αμερικάνων στο Βιετνάμ, μάνα. Την επομένη κιόλας, με την τιμή της μετοχής στα ύψη, θα τις εξαργυρώσω και τότε, μάνα, θα σε πάρω από δω. Θα φύγουμε σε άλλες συνοικίες. Με καθαρό αέρα και γαλάζιο ουρανό. Ανάμεσα στα δέντρα και το πράσινο. Θα πάρουμε και υπηρέτρια να σε φροντίζει. Δεν θα χρειαστεί να πλένεις ξένα σπίτι. Τελείωσαν τα βάσανά μας!»
«Κι ήταν τόσο απλό;» ρώτησε εκείνη καθώς ένας κρυφός φόβος τρεμόπαιζε στο φυλλοκάρδι της.
«Τόσο απλό, μάνα! Τόσο απλό!» ξεφώνισε όλος χαρά.
Ο Στέφανος ζύγωσε και αγκάλιασε τρυφερά την κυρά Βασιλική. Έμοιαζαν θαμπωμένοι στην αντανάκλαση του ονείρου.
«Και όλα αυτά με ένα χαρτί;» ψέλλισε και πάλι.
«Με ένα χαρτί, μάνα»
Οι δυο τους έμειναν αντίκρυ ο ένας στον άλλο για αρκετή ώρα. Το λόγο έλαβε ο Στέφανος.
«Και από σήμερα κιόλας, μάνα, δεν θα ασχοληθείς με τις βρωμιές των άλλων. Λίγες μέρες υπομονή. Θα εξαργυρώσουμε τις μετοχές και τότε θα μετακομίσουμε»
«Οι λογαριασμοί φουσκώνουν, γιέ μου»
«Πόσα χρωστάμε, μάνα;»
«Εικοσιέξι δραχμές. Είναι ο κρεοπώλης, ο μπακάλης, ο μανάβης, ο φούρναρης και τρεις δραχμές στην εκκλησία»
«Στην εκκλησία γιατί, μάνα;»
«Να, μια λαμπάδα στο μπόι του Άη Γιώργη και το καλό που μας βρήκε. Κι άλλη μία στην Αγία Άννα. Και μία τρίτη στον Άγιο Αντώνιο»
«Πολλοί οι άγιοι βρε μάνα. Χαλάλι σου!» και γέλασε περιπαιχτικά.
Τα χαμόγελα συμπάθειας περίσσεψαν. Τη νύχτα εκείνη ουδείς έκλεισε μάτι. Ο Στέφανος ξεφύλλιζε τις εφημερίδες και υπολόγιζε τις μέρες που απέμεναν μέχρι το τελικό χτύπημα των Αμερικάνων και μαζί τους υπολόγιζες τα πιθανά κέρδη. Απ’ την πλευρά της, η κυρά Βασιλική, συνομιλούσε με τον αποθανόντα σύζυγό της όπως ήταν καρφωμένος στο κάδρο που δέσποζε στην κάμαρή της, δίπλα στο εικονοστάσι. Κάθε λίγο και λιγάκι σταυροκοπιούνταν. Ύψωνε τα βλέφαρα στον επουράνιο ευγνωμονώντας για όλα όσα η μοίρα της έλαχε να ζήσει στο εξής.
«Ευλογημένο το όνομά Σου για το δώρο που μας έκανες. Τελείωσαν τα βάσανά μας»

Οι μέρες που θ’ ακολουθούσαν ήταν μέρες αναμονής για την κυρά Βασιλική. Όλο το ενδιαφέρον επικεντρώνονταν στις ενέργειες των Αμερικάνων στο Βιετνάμ. Ακόμη και η ίδια ρωτούσε τον Στέφανο για την πορεία των πραγμάτων. Οι ειδήσεις συσσωρεύονταν με διθυραμβικά σχόλια για την επικείμενη επίθεση των Αμερικάνων. Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε τις πολεμικές προετοιμασίες. Οι τιμές του πετρελαίου έβαιναν ανοδικές και η κερδοσκοπία κάλπαζε ανενόχλητη. Η 29η Μαΐου ορίστηκε ως ημέρα γενικής επίθεσης στην εμπόλεμη ζώνη. Ο Στέφανος δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέραν των αριθμών που πλήθαιναν τα κέρδη, με τα μηδενικά να πολλαπλασιάζονται στη φαντασία. Ουδείς διείδε τον κυκεώνα κατάρρευσης που η στροφή της ιστορίας επεφύλασσε στην ουτοπία. Σαν χάρτινος πύργος θα αποσυντίθονταν το όνειρο και στα συντρίμμια του θα επέπλεαν τα πτώματα της γενοκτονίας.
Η μέρα ανήγγειλε την άφιξή της. Ο ήλιος έλαμπε πυρακτωμένος πάνω απ’ το άστυ των Αθηνών. Καθαρός ουρανός στο γαλάζιο φόντο ανέπνεε βαθιά τη νέα ελπίδα που κυοφορούνταν μεθοδικά. Ο Στέφανος είχε προετοιμάσει την κυρά Βασιλική για τις αλλαγές που θα ακολουθούσαν.
«Μάνα, ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα! Τη μέρα που τόσο παθιασμένα ζητούσε η ψυχή μου. Ώρα να ξεδιψάσουμε, μάνα!»
Η κυρά Βασιλική, τις τελευταίες μέρες, στράφηκε εντονότερα προς καθετί που απέπνεε θρησκευτική αίσθηση. Κάλεσε τον πάτερ της ενορίας να διαβάσει μία ευχή για το σπίτι που τόσα χρόνια έζησε και σύντομα θα το εγκατέλειπε. Ενδόμυχα, ωστόσο, θέλησε να εξομολογηθεί και να συγχωρεθεί για τις αμαρτίες της σκέψης της. Αμαρτίες στις οποίες εύχονταν να πέσουν τόσες βόμβες όσα και τα μηδενικά που θα αύξαναν τον λογαριασμό τους. Δεν τόλμησε το διάβημα. Πώς να ξεστόμιζε τέτοια πράγματα; Γι’ αυτό, αρκέστηκε να αλλάζει κάθε τόσο εικονίσματα αγίων στο εικονοστάσι.
«Αχ, μάνα! Πάλι θυμιάτισες; Tί σ’ έχει πιάσει;» έκανε νευρικά ο Στέφανος καθώς εισέπνεε νωπά τα μυρωδικά.
«Για να φύγουν τα δαιμόνια, παιδί μου» έκανε εκείνη και σταυροκοπήθηκε.
«Σήμερα, μάνα, να ντυθείς τα γιορτινά σου. Σήμερα, θα εξαργυρώσω όλες τις μετοχές που έχουμε στην κατοχή μας»
«Ο Θεός να ορίσει»
«Να βάνεις τα καλά σου και να ετοιμαστείς. Οι βαλίτσες είναι πακεταρισμένες. Τα ασημικά και τα μπαούλα, όλα φορτωμένα στην αυλή. Το βράδυ θα περάσει το φορτηγό να τα μεταφέρει»
«Για που Στέφανε;»
«Μένει να υπογράψουμε τα συμβόλαια, μάνα. Θα δεις παλάτι που συμφώνησα»
Η κυρά Βασιλική έμεινε μετέωρη.
«Μάνα, τί σε βασανίζει;»
«Είδα κακό όνειρο και αναστατώθηκα» αποκρίθηκε εκείνη και συνέχισε «Τρείς μέρες έχουμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας καρτερώντας τις μετοχές. Και τα χρέη δυσθεώρητα. Είδα τον πατέρα σου. Έτρωγε λέει κολιούς και έκλαιγε. Και τα δάκρυα ήταν αίμα»
Ο Στέφανος συλλογίστηκε για λίγο. Μετά στράφηκε προς το μέρος της όπως ξεδιαλύνει τα σύννεφα που μαζεύτηκαν πάνω τους.
«Αχ, μάνα, με τα όνειρά σου. Μη δίνεις σημασία. Είναι η αγωνία σου που εγκαταλείπεις το σπίτι όπου έζησες σαράντα χρόνια»
«Ίσως να ‘ναι αυτό, παιδί μου. Και δε μου λες; Tί είπαμε θα γένει σήμερα;»
Ο Στέφανος πήρε την καρέκλα και κάθισε απέναντί της.
«Ήδη από χθες μάνα οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν το Βιετνάμ με όλες τους τις δυνάμεις. Κάθε σφαίρα μάς γεμίζει με τόνους χρήματος. Μη ρωτάς τί και πως!» πρόλαβε την κυρά Βασιλική που ετοιμάστηκε να εξακριβώσει τις αιτίες των κερδών. « Μη ρωτάς και δες τούτα δω τα έγγραφα. Μέσα σε ένα μήνα, η τιμή του μαύρου χρυσού ανέβηκε κοντά στις δεκαπέντε ποσοστιαίες μονάδες. Ξέρεις τί θα πει αυτό;»
«Τί, παιδί μου;»
«Ότι τα χρήματά μας τριπλασιάστηκαν. Τριπλάσια, μάνα! Σήμερα θα εξαργυρώσουμε όλες τις μετοχές που κατέχουμε. Και στο τέλος της ημέρας θα κρατάμε στα χέρια μας κοντά στις εξήντα χιλιάδες δραχμές, μάνα! Ακούς; Εξήντα χιλιάδες δραχμές! Δίχως να ιδρώσουμε, μάνα! Δίχως να πονάνε τα χέρια και τα πόδια μας»
«Τρείς μέρες έχουμε να βάνουμε φαγί στο στόμα, Στέφανε»
«Άξιζε η αναμονή, μάνα. Σήμερα χτυπάνε οι καμπάνες χαρμόσυνα. Άκου την αλλαγή στη ζωή μας. Βάλε τα καλά σου. Τόσα χρόνια χείρα μόνο στα μαύρα σε βλέπω. Βάλε χρώμα, μάνα. Κάλεσε τους γείτονες να πιούμε στις χαρές μας!»
«Όλη η περιουσία μας είναι μαζεμένη στην αυλή»
«Μάνα» έκανε και άπλωσε τα χέρια του στα δικά της. «Θα σε γεμίσω με κεντητά ρούχα από τα πλέον ξακουστά μέρη της Ευρώπης. Δώρα και κοσμήματα θα κοσμούν την ομορφιά σου. Υπογράφουμε τα συμβόλαια και το νέο μας σπίτι…σωστό παλάτι. Θα μας μείνουν στο χέρι άλλες δέκα χιλιάδες δραχμές. Το φαντάζεσαι, μάνα;»
«Το φαντάζομαι, παιδί μου» έκανε με ευχαρίστηση η κυρά Βασιλική και τα δάκρυα ξεφύτρωσαν στους οφθαλμούς της.
«Μην κλαις, μάνα! Μόνο γέλια και χαρές! Μόνο γέλια και χαρές!» και οι δυο τους πιασμένοι χέρι με χέρι άρχισαν να χοροπηδάνε γύρω γύρω στη μέση της κουζίνας.
Ο Στέφανος, ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ και με τα έγγραφα των μετοχών ανά χείρας έφυγε απ’ το σπίτι. Η κυρά Βασιλική, στο άδειο και γυμνό πια δωμάτιο, έστεκε σαν την καλαμιά στον κάμπο, έρημη και μοναχική. Σύντομα θα ντύνονταν τα γιορτινά της και όλη η γειτονιά θα περνούσε να συγχαρεί για τα μελλούμενα.
Οι ακτίνες του ηλίου σιγόκαιγαν τις κορυφώσεις της ημέρας. Ο Στέφανος κινήθηκε στη γνωστή του πορεία με κατεύθυνση το περίπτερο στην πλατεία Ομονοίας. Ο κυρ Κώστας, μόλις τον είδε, γέλασε ειρωνικά.
«Τί συμβαίνει, κυρ Κώστα;» ρώτησε φανερά ενοχλημένος ο Στέφανος.
«Είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού» υπογράμμισε εκείνος και του παρέδωσε την πολιτική και οικονομική εφημερίδα.
«Όρεξη για χωρατά μου φαίνεται πως έχεις, κυρ Κώστα»
«Διάβασε τις εφημερίδες, Στέφανε» είπε δεικτικά εκείνος κι έστρεψε αλλού το βλέμμα του.
Ο Στέφανος, δίχως να πει το παραμικρό, τοποθέτησε τις εφημερίδες κάτω απ’ τη μασχάλη δίχως να κοιτάξει τα πρωτοσέλιδα αυτών, κι αποχώρησε με βήμα γοργό. Θεωρούσε την κακεντρέχεια των ανθρώπων γνώριμο στοιχείο ενάντια σε όσους προοδεύουν. Κι εκείνος, όμως, δεν σφάλισε το στόμα του. Επί μέρες κράδαινε τις μετοχές στα χέρια και τις επιδείκνυε στους θαμώνες του καφενέ στον οποίο σύχναζε. Μιλούσε για τη νέα εποχή που ξημερώνει, ενώ καταφέρονταν εναντίον όλων όσων στο παρελθόν τον αντιμετώπιζαν μυωπικά και με αδιαφορία. Πέρασε έξω από τον καφενέ όπου συγκεντρώνονταν όλη η κοινωνία των Αθηνών. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που θα κερνούσε όλο το μαγαζί. Ωστόσο, αρνητική εντύπωση του προκάλεσε η ολική απουσία ζωής. Εισήλθε και έπιασε θέση στα πρώτα τραπέζια. Σε λίγο βγήκε α’ την αποθήκη ο Θανάσης Παπαστεργίου.
«Τί συμβαίνει, κυρ Θανάση; Που εξαφανίστηκαν όλοι;»
«Καλά, εσύ που ζεις Στέφανε; Δεν έμαθες τί έγινε;»
«Τί έγινε;» ρώτησε ανυποψίαστα εκείνος.
«Διάβασε τις εφημερίδες. Αυτές τα λεν καλύτερα. Ο κόσμος καταστράφηκε» έκανε και χάθηκε στην κουζίνα.
Ο Στέφανος άνοιξε τις εφημερίδες που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι. Τα πρωτοσέλιδα έσπειραν τον πανικό στην καρδιά του. Οι παλμοί ανεβοκατέβαιναν σαν δάκτυλα σε ξεκούρδιστη κιθάρα. «Αμερικανική τραγωδία», «Το Βατερλό των Αμερικάνων», «Οι δείκτες τραπεζών κατέρρευσαν» κι άλλα αντίστοιχα διεκτραγωδούσαν τα όσα είχαν λάβει χώρα στο μέτωπο του Βιετνάμ και τις προεκτάσεις αυτού. Ο τελευταίος τίτλος αλληθώρισε στα μάτια του. Έψαξε ανάμεσα στις σελίδες να διαβάσει περισσότερες πληροφορίες. «Η New York Bank χρεοκόπησε εν μία νυκτί» ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε τους φόβους. Άρπαξε την εφημερίδα και έτρεξε στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σε όλη τη διαδρομή, ο φόβος γελούσε πονηρά και μία αίσθηση θανάτου μύριζε σε κάθε γωνιά του άστεως. Κόσμος πηγαινοέρχονταν σε ξέφρενη πορεία και ανά στενό υπήρχε έντονη η παρουσία της αστυνομίας. Με τον ιδρώτα να έχει βουτήξει ως τα εσώρουχα έφτασε στο Χρηματιστήριο. Πλήθος κόσμου είχε στοιβαχτεί έξω απ’ αυτό ενώ ισχυρή αστυνομική δύναμη κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας. Φωνές και ύβρεις εξαπολύονταν προς πάσα κατεύθυνση. Κύριοι με χαρτοφυλάκια εισέρχονταν και εξέρχονταν του κτιρίου μέσα σε πανδαιμόνιο. Απ’ το βάθος του διαδρόμου εμφανίστηκε, κάτω από την ομπρέλα που του έστησε η συνοδεία του, ο Πέτρος Αγαπητός. Στην όψη του οι αποδοκιμασίες εξαπολύθηκαν με ορμή και μίσος. Ένα πολυτελές όχημα τον ανέμενε με τη μηχανή σε λειτουργία. Μόλις εισήλθε σε αυτό, η μηχανή μούγκρισε σα να τη μαστίγωσαν και χάθηκε στο τέλος της διαδρομής.
Ο Στέφανος θολωμένος κινήθηκε ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι καταριούνταν τη μοίρα τους κι άλλοι ζητούσαν εκδίκηση ενώ κάποιοι διέσπειραν πληροφορίες για την τραγικότητα της κατάστασης. Αληθείς και ψευδείς ειδήσεις μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα δίχως αιδώ. Καθετί που ξεστομίζονταν έπαιζε το ρόλο του στη σκηνή του θεάτρου. Ο Στέφανος προχώρησε κι άλλο, σπρώχνοντας τα σώματα που βρίσκονταν μπροστά του. Μέσα απ’ τα πνευμόνια τους ξεφώνιζαν «Τα χάσαμε όλα!» κι ένας θρήνος στρογγυλοκάθισε ανάμεσά τους. Ορισμένοι άρχισαν να καίνε τα έγγραφα με τις μετοχές που είχαν στην κατοχή τους· μετοχές οι οποίες απέμειναν απλά χαρτιά άνευ αξίας. Μία ομάδα ανδρών κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος των αστυνομικών. Από κάθε γωνιά της Αθήνας κατέφθαναν νέες διαμαρτυρίες και το πλήθος πολλαπλασιάστηκε. Νέες σπίθες θυμού απλώνονταν στην ξερή ύλη των διαμαρτυρομένων. Η μέχρι πρότινος άρνηση μετατράπηκε εν ριπή οφθαλμού σε άκρατη βιαιότητα. Πέτρες, ξύλα και παντός είδους αιχμηρά αντικείμενα εκσφενδονίζονταν προς το μέρος των δυνάμεων ασφαλείας. Ο Στέφανος ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του και τα όνειρα για ένα μέλλον λαμπρό να πνίγονται στη σκόνη της ήττας. Ένας βουβός πόνος μαχαίρωνε τα σωθικά της συνείδησή του. Σήκωσε μία πέτρα και με αίσθημα καταπίεσης την έριξε προς το μέρος των αρχών. Δίχως να το καταλάβει βρέθηκε εκτεθειμένος στον πετροπόλεμο που είχε αρχίσει. Ένας κρότος διέρρηξε το τοπίο. Ανάμεσα σε φωνές και ομοβροντίες ο ήχος της σφαίρας εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα έως ότου καρφώθηκε στο στήθος του Στέφανου. Το αίμα πάγωσε. Η καρδιά εξασθένησε με θόρυβο. Ποδοβολητά κύκλωσαν το άψυχο κορμί. Ένα δροσερό αεράκι, που έτυχε να περνά από τη γειτονιά, έγλειψε τα βλέφαρά του πριν την τελευταία τους αναλαμπή. Οι δείκτες του ρολογιού πηδούσαν απ’ τον ένα αριθμό στον επόμενο δίχως σταματημό και το βαθύ σκοτάδι μετρούσε νεκρούς και τραυματίες στον περιπλανώμενο θόλο των Αθηνών.
Η κυρά Βασιλική δέχονταν κόσμο από νωρίς το μεσημέρι. Όλη η γειτονιά πέρασε να συγχαρεί και έφερναν μαζί τους φαγητά, με το κρασί να ρέει άφθονο. Σωστή γιορτή στρώθηκε στην αυλή. Στη μέση αυτής οι βαλίτσες, τα μπαούλα και τα ασημικά ανέμεναν τη μεταφορά τους. Κάθε τόσο, περίστρεφε τους οφθαλμούς της προς την κεντρική πόρτα της αυλής μήπως και τύχει να φανεί ο Στέφανος. Όσο ο ήλιος έφεγγε με θέρμη τα πρόσωπα η ανησυχία δεν έβρισκε θαλπωρή στις παρέες που γελούσαν και τραγουδούσαν. Όταν όμως άρχισε να σβήνει αργά αργά πίσω από τις συστοιχίες των σπιτιών ο φόβος θρονιάστηκε στην καρδιά της. Καθώς οι γείτονες αποχαιρετούσαν την κυρά Βασιλική και σε λίγο έμεινε μονάχη, αναστατώθηκε. Πηγαινοέρχονταν στην αυλή πέρα δώθε δίχως σταματημό. «Θα άργησε στον καφενέ» συλλογίζονταν φανερά. «Θα κερνούσε όλο το μαγαζί» συμπλήρωνε και καθησύχαζε τις σκέψεις της. Όταν το σκοτάδι κάλυψε κάθε πτυχή της αυλής ένιωσε το σώμα της κουρασμένο. Κάθισε σε μία καρέκλα και κάρφωσε το βλέμμα της στην εξώπορτα. «Όπου να’ ναι θα φανεί» έκανε και αναστέναξε.

Αντώνης Ε. Χαριστός


ΤΕΛΟΣ